Συνέντευξη Αθανασίου Καραμάνη, Μέρος Α’

Posted on Updated on

Συνέντευξη Αθανασίου Καραμάνη, Μέρος Α’

 

athkaramanis

Ι. Δαμαρλάκης: Δάσκαλε, αυτή τη στιγμή μας παρακολουθεί ένας κόσμος που μέσα σε αυτούς είναι ιερείς και ανώτεροι και κατώτεροι και ψάλται αλλά και απλός κόσμος. Έλεγα στις εκπομπές, ότι σήμερα, σε πολλούς τομείς αλλά κυρίως στη μουσική μας, δεν μπορούμε να διακρίνουμε έναν Ιάκωβο, έναν Πρίγγο, ένα Καραμάνη. Και θα ήθελα να ξεκινήσω από αυτή την ερώτηση. Πού οφείλεται αυτό Δάσκαλε;
Α. Καραμάνης: Είναι ότι πεθαίνουμε! Και η διαδοχή δεν ακολουθεί. Είναι λιγότεροι, όχι τόσο επιτυχείς. Πώς αλλιώς να το πούμε; Τι να κάνουμε; Από τον προηγούμενο αιώνα διαβάζουμε, το ίδιο θέμα συζητούσανε: όσο υπάρχουν οι παλιοί οι οποίοι σιγά σιγά χάνονται! Να προλάβουμε. Κι ακόμη ας διαβάσουμε τον Αριστόξενο, τι λέει για τότε; Ο Αριστόξενος. Πάλι το ίδιο Θέμα… Αυτό που με ρωτάς. Λέει ο Αριστόξενος: [Διαβάζει ένα απόσπασμα από το αρχαίο κείμενο του Αριστόξενου Ταραντίνου]. Από την αρχαιότητα μιλάν για τους εμπείρους. Αυτούς λένε ακούμε εμείς, διότι δεν είναι δυνατόν ο έμπειρος να ακούει φαύλα και να λέει ευ. Και οι Βυζαντινοί και οι του 19ου αιώνα αναφέρονται πως σιγά σιγά φεύγουν οι παλαιοί και επομένως τα παίρνουν μαζί τους. Αλλά και όταν έγραψα το έργο μου το επτάτομο, ένας Κωνσταντινοπολίτης διαβάζοντας το έργο είπε: Πω, πω! Τι έκανε ο άνθρωπος! Τι μπορούσαν να γράψουν οι δικοί μας και τα πήραν μαζί τους. Το ίδιο πρόβλημα που λες, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Στη Φωτοφόρο και Αγία Ανάσταση του Κυρίου

Posted on Updated on

Στη Φωτοφόρο και Αγία Ανάσταση του Κυρίου
Άγιος Γρηγόριος Νύσσης

αρχείο λήψης

 1. «Εὐλογητός ὁ Θεός» (Λουκ. 1, 68). Ἄς ἐπαινέσομε σήμερα τόν Μονογενή Θεό τόν δημιουργό τῶν οὐρανίων, αὐτόν πού ἔσκυψε πάνω στίς μυστικές λαγόνες τῆς γῆς καί μέ τίς φωτοφόρες ἀκτίνες του φώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἄς ὑμνήσομε σήμερα τήν ταφή τοῦ Μονογενοῦς, τήν ἀνάσταση τοῦ Νικητῆ, τή χαρά τοῦ κόσμου, τή ζωή τῶν λαῶν (Ἰω. 16, 20. Λουκ. 2, 10). Ἄς ὑμνήσομε σήμερα αὐτόν πού φόρεσε τήν ἁμαρτία (Β´ Κορ 5, 21).
Ἄς εὐφημήσομε σήμερα τόν Θεό Λόγο, πού ντρόπιασε τή σοφία τοῦ κόσμου (Α´ Κορ. 1, 20), ἐπιβεβαίωσε τήν ἀναγγελία τῶν προφητῶν, συγκέντρωσε τήν ὁμάδα τῶν ἀποστόλων, διάδωσε τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιατί νά, ἐμεῖς πού κάποτε ἤμαστε ξένοι ἀπό τήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. 2, 13.19), γνωρίσαμε τό Θεό καί ἐκπληρώθηκε ὅ,τι ἔχει γραφεῖ: «θά θυμηθοῦν καί θά στραφοῦν στόν Κύριο ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς καί θά πέσουν νά τόν προσκυνήσουν ὅλες οἱ φυλές τῶν λαῶν» (Ψαλμ. 21, 28).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ομιλία εις την Κυριακήν των Βαΐων

Posted on Updated on

Ομιλία εις την Κυριακήν των Βαΐων

 

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

 

ce9720ce92ceb1cf8acf86cf8ccf81cebfcf82201
1. Σε καιρό ευνοίας σε επήκουσα και σε ημέρα σωτηρίας σ’ εβοήθησα», είπε ο Θεός δια του Ησαΐα (Ησ. 49,8). Καλό λοιπόν είναι να ειπώ σήμερα το αποστολικό εκείνο προς την αγάπη σας· «Ιδού καιρός εύνοιας, ιδού ημέρα σωτηρίας· ας απορρίψωμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας εκτελέσωμε τα έργα του φωτός, ας περιπατήσωμε με σεμνότητα, σαν σε ημέρα»(Β΄ Κορ. 6,2·Ρωμ. 13,12).
Διότι προσεγγίζει η ανάμνησις των σωτηριωδών παθημάτων του Χριστού και το νέο και μέγα και πνευματικό Πάσχα, το βραβείο της απαθείας, το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος.
Και το προκηρύσσει ο· Λάζαρος που επανήλθε από τα βάραθρα του άδη, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς την τετάρτη ημέρα με μόνο τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού, που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, και προανυμνούν παιδιά και πλήθη λαού άκακα με την έμπνευση του θείου Πνεύματος αυτόν που λυτρώνει από τον θάνατο, που ανεβάζει τις ψυχές από τον άδη, που χαρίζει αΐδια ζωή στην ψυχή και το σώμα.
2. Αν λοιπόν κανείς θέλη ν’ αγαπά τη ζωή, να ιδή αγαθές ημέρες, ας φυλάττη την γλώσσα του από κακό και τα χείλη του ας μη προφέρουν δόλο· ας εκκλίνη από το κακό και ας πράττη το αγαθόΑ΄ Πέτρ. 3,10ε. · Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν είναι η γαστριμαργία, η μέθη και η ασωτία- κακό είναι η φιλαργυρία, η πλεονεξία και η αδικία· κακό είναι η κενοδοξία, η θρασύτης και η υπερηφάνεια. Ας αποφύγη λοιπόν ο καθένας τέτοια κακά και ας επιτελή τα αγαθά. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Περί ανώτερης και κατώτερης θελήσεως κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

Posted on Updated on

Περί ανώτερης και κατώτερης θελήσεως κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

 

Παπαδόπουλος Χριστόφορος*

 

            Ο σκοπός της ύπαρξής μας, για μάς τους χριστιανούς, είναι η κατά χάρη ένωση με το Θεό. Και ειλικρινά η ζωή του ανθρώπου αποκτά νόημα πραγματικό όταν η ζωή του γίνει χριστοκεντρική. Αυτό γίνεται με την τήρηση των εντολών, οι οποίες, δοσμένες απ’ Αυτόν, είναι Άκτιστες ενέργειές Του και φανερώνουν πώς ο ίδιος ο Χριστός ζει. Έτσι κι εμείς καλούμαστε να οικειοποιηθούμε τον τρόπο της θείας ζωής, δηλαδή να τοποθετήσουμε τη στάση ζωής μας κατά μίμηση του Χριστού: «Μιμητα μου γνεσθε, καθς κγ Χριστο» (Α΄Κορινθ. 11,1). Αυτή η ένωση – ομοίωση με το Θεό, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μάς διδάσκει ότι επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος αποκτήσει τη χριστιανική τελειότητα, δηλαδή να γίνει τέλειος στις ευαγγελικές αρετές όπως ο Θεός: «σεσθε ον μες τέλειοι, σπερ πατρ μν ν τος ορανος τέλειός στιν» (Ματθ. 5,48).
            Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται για την χριστιανική τελειότητα είναι η θέληση γι’ αυτήν. Να επιθυμεί δηλαδή ο άνθρωπος αυτή την τελειότητα με όλη του την ψυχή. Το πρόβλημα όμως είναι ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος έχει μια τάση προς την αμαρτία, δηλαδή την απομάκρυνση και αποξένωση από το Θεό. Η θέλησή του είναι αδύναμη και όταν αυτός επιθυμεί κάτι, δεν καταλαβαίνει αν κινείται ή όχι με φίλαυτα κίνητρα και ιδιοτελείς προθέσεις που στο τέλος θα τον οδηγήσουν  στην υποδούλωση των παθών του. Ο άνθρωπος αγαπάει αρρωστημένα τον εαυτό του και η θέλησή του κλίνει προς την ικανοποίηση της φιλαυτίας του, έτσι η τήρηση των εντολών τού φαίνεται δύσκολη επειδή τού ζητούν να βγει από αυτή. Αντιλαμβάνεται τις εντολές ως έξωθεν επιβαλλόμενες, ως κάτι εντελώς ξένο απ’ αυτόν, που του περιορίζουν την ελευθερία. Στην πραγματικότητα όμως η τήρησή τους είναι αυτό που θα επαληθεύσειΝικόδημος Αγιορείτης 02 και θα καταξιώσει τη φύση του, την ελευθερία του, το λόγο ύπαρξής του. Γιατί στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού φανερώνεται η ανθρώπινη φύση όπως αυτή θα έπρεπε να είναι στη τελειότητά της. Ο Χριστός φανερώνει σε μας το Θεό ως άνθρωπο και τον άνθρωπο ως Θεό. Αυτή είναι η καταξίωση του ανθρώπου, να γίνει κατά χάριν θεάνθρωπος.
Η θέληση του πεσμένου ανθρώπου, λοιπόν, κλίνει προς την αγάπη του εαυτού του και μόνο. Γι αυτό το λόγο ο Άγιος Νικόδημος τονίζει ότι η τελειότητα βρίσκεται στην επίγνωση της αγαθότητας και μεγαλειότητας του Θεού και της δικής μας μηδαμινότητας και κλίσεως σε κάθε κακό. Στην αποστροφή κάθε δικού μας θελήματος και τέλειας υπακοής στο Θείο θέλημα. Αυτό όμως δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά χρειάζεται αγώνας και μάλιστα όπως ο Άγιος το ονομάζει, αόρατο πόλεμο. Είναι αόρατος γιατί διεξάγεται μέσα μας και είναι ο δυσκολότερος πόλεμος, διότι πολεμούμε κατά του φίλαυτου εαυτού μας, τα πάθη του και τις ασθένειές του, που δεν αναγνωρίζει και δεν αγαπά κανέναν εκτός από τον εαυτό του. Αυτή είναι η κατάσταση της αμαρτίας που επιφέρει το θάνατο, γι αυτό ο σκοπός του πολέμου αυτού είναι να νικήσουμε την αμαρτία μέσα μας, να οδηγηθούμε προς τη ζωή και να ενωθούμε με το Θεό και τον πλησίον.
             Εδώ μάς διδάσκει ο Άγιος Νικόδημος ότι σ’ αυτό τον πόλεμο υπάρχουν μέσα μας δύο θελήσεις, αντίθετες μεταξύ τους. α) Του λογικού, ή αλλιώς ανώτερη και λογική θέληση. Και β) της αισθήσεως, ή αλλιώς κατώτερη και αισθητική ή παράλογη θέληση. Λέγονται λογική και παράλογη διότι η μεν λογική καταφάσκει στο λόγο της υπάρξεώς μας, που όπως αναφέρθηκε είναι η ένωση μετά του Θεού, ενώ η δε λέγεται παράλογη διότι αρνείται αυτό το λόγο. Η ανώτερη, θα λέγαμε, είναι η αγαθή προαίρεση, με την οποία επιθυμούμε όλα τα καλά και η κατώτερη είναι η επιθυμία της σαρκός, με την οποία αμαρτάνουμε και επιθυμούμε όλα τα κακά. Ο αγώνας μας είναι να μην αφήνουμε την ανώτερη και λογική να υποδουλώνεται στην κατώτερη και παράλογη. Αυτό επιτυγχάνεται παραδίδοντας τον εαυτό μας στη θέληση του Θεού, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική ελευθερία, στην όντως ζωή, στη ζωή του Θεού, ενώ η κατώτερη θέληση οδηγεί τον άνθρωπο στην υποδούλωση στα πάθη του και ουσιαστικά στο θάνατο. Έτσι κι εμείς οι χριστιανοί καλούμαστε να κάνουμε μία επιλογή ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή.
            Ο Άγιος Νικόδημος μάς δίνει κάποιες πρακτικές συμβουλές για το τί πρέπει να κάνουμε όταν μας πολεμάει η παράλογη και κατώτερη θέληση των αισθήσεων. Το κυριότερο είναι να αντιστεκόμαστε με όλη μας τη δύναμη, ώστε να μη συγκατατεθεί η ανώτερη θέληση στην παράλογη επιθυμία. Αλλά ακόμη κι αν φαίνεται ότι η ανώτερη θέληση νικήθηκε από την κατώτερη (ότι συγκατατέθηκε) και νομίζουμε ότι δεν μπορεί να αντισταθεί καθόλου στην παράλογη επιθυμία, πάλι να παραμείνουμε σταθεροί και να μην εγκαταλείψουμε τον πόλεμο, γιατί θεωρούμαστε νικητές εφόσον δεν βλέπουμε καθαρά τον εαυτό μας νικημένο. Επίσης αν αυτή δεν θέλει (η ανώτερη θέληση) δεν μπορεί με κανένα τρόπο να πιεσθεί και να συγκατατεθεί στην κατώτερη. Γιατί ο Θεός χάρισε τόση ελευθερία και δύναμη στην προαίρεσή μας (όντας ο άνθρωπος εικόνα Του), ώστε ακόμη κι αν όλες οι αισθήσεις και όλοι οι δαίμονες και όλος ο κόσμος μαζί οπλισθούν εναντίον μας και μάς πολεμούν δυνατά, μπορούμε με κάθε ελευθερία να τα περιφρονήσουμε όλα.
            Εάν όμως κάποια φορά (λέει ο Άγιος) οι νοητοί εχθροί και η παράλογή μας επιθυμία μάς πολεμούν τόσο δυνατά και μάς καταπιέζουν, ώστε αποδυναμωμένοι να μην μπορούμε να κάνουμε κανένα έργο πνευματικό, και πάλι να μη δειλιάσουμε ούτε σ’ αυτή την περίπτωση, ούτε να ρίξουμε στη γη τα όπλα και υποχωρήσουμε απ’ τον πόλεμο, γιατί ο Κύριος είναι πάντα στο πλευρό μας: «Κύριος φωτισμς μου κα σωτρ μου· τνα φοβηθσομαι; Κριος περασπιστς τς ζως μου· π τνος δειλισω;» (Ψαλμ. 26,1). Όπως ο πολεμιστής που δεν μπορεί να χτυπήσει τον εχθρό του κατ’ ευθείαν, τον χτυπάει στα πλάγια για να κερδίσει χρόνο και όταν μπορέσει τον χτυπάει και κατ’ ευθείαν. Έτσι να κάνουμε κι εμείς, να συγκεντρώσουμε τους λογισμούς μας στον εαυτό μας και να σκεφτούμε ότι είμαστε μηδέν και δεν έχουμε καμία δύναμη από μόνοι μας. Έτσι να καταφύγουμε στον παντοδύναμο Θεό και να τον καλέσουμε με θερμή ελπίδα και δάκρυα εναντίον στο πάθος που μας πολεμά λέγοντας: «Δίκασον, Κριε, τος δικοντς με, πολμησον τος πολεμοντς με. πιλαβο πλου κα θυρεο κα νστηθι ες τν βοθειν μου» (Ψαλμ. 34,1). Να παρακαλέσουμε δηλαδή τον Κύριο να πολεμήσει Αυτός για εμάς, εφόσον αισθανόμαστε πολύ αδύναμοι, γιατί ο Θεός θέλει περισσότερο να νικήσουμε παρά ο πονηρός να χάσουμε.
            Αξιοσημείωτες είναι κάποιες σκέψεις  που μάς παροτρύνει ο Άγιος να κάνουμε για να βοηθήσουμε αυτή την αδυναμία της θελήσεώς μας όταν αντιμετωπίζουμε κάποια παρόμοια θλίψη ή δοκιμασία και αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να την υπομείνουμε καιαρχείο λήψης μπορεί να παραδοθούμε στην κατώτερη θέληση:
  • Να σκεφτούμε ότι μάς αξίζει να υποφέρουμε αυτή τη δοκιμασία, γιατί εμείς εξ’ αρχής δώσαμε αφορμή γι’ αυτήν και δικαίως μάς πονάει εκείνη η πληγή, την οποία με τα ίδια μας τα χέρια ανοίξαμε.
  • Αν και πάλι δεν έχουμε κανένα φταίξιμο στη δοκιμασία αυτή, να σκεφτούμε ότι η αγαθότητα του Θεού μάς ελέησε να δοκιμαζόμαστε για τα άλλα αναρίθμητα σφάλματά μας έτσι ώστε να μη βασανισθούμε αιώνια, αλλά να περάσουμε εδώ προσωρινές δοκιμασίες. Έτσι να την δεχτούμε με χαρά και ευχαριστία.
  • Να σκεφτούμε ότι στη βασιλεία των ουρανών δεν μπαίνει κανείς με άλλο τρόπο, παρά μέσα από τη στενή πύλη των δοκιμασιών και των θλίψεων. Να σκεφτούμε τους Αγίους και τα σκληρά βάσανα που υπέμειναν για χάρη του Χριστού. Και κυρίως να σκεφτούμε τα πάθη του Κυρίου, που υπέφερε αδίκως και χωρίς να φταίει σε τίποτα, αλλά για να αγιάσει εμάς τους αχάριστους και αγνώμονες.
  • Τέλος να σκεφτούμε ότι αυτή η δοκιμασία ή θλίψη που υποφέρουμε είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, ο οποίος από την πολύ αγάπη που μάς έχει, χαίρεται να μάς βλέπει να αγωνιζόμαστε για χάρη Του. Έτσι κι εμείς για να ανταποκριθούμε στην αγάπη Του, ας υπομένουμε τις θλίψεις και τις δοκιμασίες δοξάζοντάς Τον. Απ’ αυτό φαίνεται ότι ακόμη και σε σκληρά βασανιστήρια αγαπάμε το θέλημά Του, για το οποίο και κοντά στο οποίο κάθε τι το πικρό φαίνεται γλυκό.
Έτσι λοιπόν καλούμαστε να θέσουμε ως κέντρο της ζωής μας το θέλημα του Θεού ή το αμαρτωλό και παράλογο δικό μας. Όταν θέτουμε το δικό μας, δηλαδή την ικανοποίηση της φιλαυτίας μας, γινόμαστε όλο και περισσότερο δυστυχισμένοι, πεπερασμένοι και θνητοί. Όταν όμως θέτουμε ως κέντρο της ζωής μας το θέλημα του Θεού, γινόμαστε όλο και περισσότερο ευτυχισμένοι, αιώνιοι και αθάνατοι. Ο Ίδιος ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Αυτός ο Θεάνθρωπος Χριστός, ως κατά φύσιν Υιός του Θεού Πατρός, μάς καλεί να γίνουμε κι εμείς παιδιά Του εν Αγίω Πνεύματι, ή αλλιώς μάς προτείνει να γίνουμε θεάνθρωποι κατά χάριν και κατά την ορολογία του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, να χριστοποιηθούμε!

 

*Φοιτητής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης (Α.Ε.Α.Θ)

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία

Posted on

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία

osia-maria_150x113_baa4569637b0e3e5ca8ce41d66b5b7d1

Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ  πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.
Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ  καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ὁμιλία εἰς τήν Ε΄ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν

Posted on Updated on

Ὁμιλία εἰς τήν Ε΄ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν

 

(Ἄγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)

grigorios-palamas

Γίνεται λόγος και περί ελεημοσύνης
  1. Υπάρχουν μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σ’ αυτά τα μέρη κρε­μούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα από τον ήχο τους να φεύγουν.Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά και φοβερώτερα θηρία, τα πο­νηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών δαίμονες που είναι πονηρότεροι. Επιπλέει σ’ αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο η Εκκλησία του Θεού κι’ αντί για κώδωνες έχει τους πνευ­ματικούς διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τούτων ν’ απομακρύνη τα νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε ευήχους κώδωνες ραμμέ­νους στα άκρα της και σύμφωνα με τα θέσμια έπρεπε ν’ ακούε­ται η φωνή τους, όταν ελειτουργούσε ο Ααρών.
  1. Εμείς δε, μεταφέροντας καλώς το γράμμα στο πνεύμα, ας ηχήσωμε τώρα σε σας πνευματικώς, και μάλιστα κατά τον καιρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία· φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, άλλα δε αφανώς ενεδρεύοντα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υπόκρισις. Ο ίδιος δε ήχος είναι και φυγαδευτήριο των τοιούτων θηρίων και φυλακτήριο των ασκούντων τη νηστεία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Περί νέας μεθόδου του κ. Χρήστου Χατζινικολάου

Posted on Updated on

 Άρθρο του κ. Χρήστου Χατζηνικολάου*, Επιτίμου Προέδρου Πανελληνίου Συνδέσμου Ιεροψαλτών και Ομοσπονδίας Συλλόγων Ιεροψαλτών Ελλάδος.

 

 (Eφημερίδα «Ιεροψαλτικά νέα», Αρ. Φύλλου 351, Ιούλιος-Αύγουστος 2009)

xatzinikolaou

Τον τελευταίο καιρό λέγονται και γράφονται πολλά σχετικά με τη μεταρρύθμιση των Τριών Διδασκάλων του 1814. Η αναλυτικότερη μουσική γραφή την οποία καθιέρωσαν ο Χρύσανθος, ο Γρηγόριος και ο Χουρμούζιος και κυρίως η κατάργηση πολλών σημαδοφώνων της παλαιότερης παρασημαντικής έδωσαν την αφορμή των εις βάρος τους επικρίσεων ελαχίστων μουσικοδιδασκάλων. Πρόκειται για τη μερίδα των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι από ιδιοσυγκρασία αντιτίθενται και μεμψιμοιρούν με οποιαδήποτε αλλαγή, πολιτική, κοινωνική, εκπαιδευτική και θεωρούν ότι κάθε τι καινούργιο αποτελεί επικίνδυνη ακροβασία, η οποία θέτει σε δοκιμασία το συνεκτικό ιστό της Κοινωνίας  και αλλοτριώνει το ύψος και το χαρακτήρα της εθνικής πολιτισμικής παραδόσεως και της τέχνης.
Οι αντιρρήσεις και οι επιφυλάξεις για την καθιέρωση του νέου συστήματος μουσικής γραφής και την ακρίβεια του εξηγητικού έργου των Τριών Διδασκάλων, που διατυπώθηκαν κατά καιρούς, αποδείχτηκαν τελικά αβάσιμες. Το έργο των Εξηγητών  υπήρξε όντως μέγα και δικαίως ονομάστηκαν ευεργέται του Έθνους, διότι με το αναλυτικότερο σύστημα γραφής διευκόληναν πάρα πολύ τη διδασκαλία και την εκμάθηση της βυζαντινής μουσικής. Είναι  σύνηθες οι μεταγενέστεροι να θεωρούν πάντοτε ότι η οποιαδήποτε αλλαγή συντελέστηκε πρόχειρα και «ελαφρά τη καρδία», γι’ αυτό και επιδίδονται στην ανακάλυψη και επισήμανση σφαλμάτων και παραλείψεων.
Το καθιερωθέν σύστημα γραφής , προήλθε μέσα από τα εκκλησιαστικά αναλόγια  και επήγασε μέσα από πολλές προηγούμενες εξηγητικές προσπάθειες, αφού οι μεγάλοι μουσικοδιδάσκαλοι προς διευκόλυνση των μαθητών τους επινοούσαν ανέκαθεν εξηγήσεις, ιδίως των λεγομένων δεινών θέσεων και όσοι τη διδασκαλία της μουσικής στις πατριαρχικές Σχολές, που ιδρύονταν κατά καιρούς στην Κων/πολη, προσπαθούσαν να καταστήσουν προσιτότερη τη στενογραφική βυζαντινή παρασημαντική, αναλύοντας τις καταλήξεις και τις άχρονες υποστάσεις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ EΝΑΤΟΣ «Περὶ ἀπαθείας»

Posted on Updated on

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ EΝΑΤΟΣ
Περὶ ἀπαθείας

 

ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ – ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ

ioannisklimakas05

(Διὰ τὸν ἐπίγειον οὐρανόν, τὴν θεομίμητον ἀπάθειαν
καὶ τελειότητα καὶ ἀνάστασιν τῆς ψυχῆς,
πρὸς τῆς κοινῆς ἀναστάσεως)
  1. ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ποὺ καὶ ἐμεῖς ποὺ εὑρισκόμαστε στὸν βαθύτατο λάκκο τῆς ἀγνωσίας καὶ στὶς σκοτεινὲς περιοχὲς τῶν παθῶν καὶ στὴν σκιὰ τοῦ θανάτου τούτου τοῦ σώματος, ἐπιχειροῦμε μὲ θρασύτητα νὰ φιλοσοφήσωμε γιὰ τὸν ἐπίγειο οὐρανό, (δηλαδὴ τὴν ἀπάθεια). Τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ ἔχει βεβαίως ὡς ὡραιότητα τοὺς ἀστέρες, ἀλλὰ ἡ ἀπάθεια ἔχει ὡς στολισμὸ τὶς ἀρετές. Ἐγὼ τουλάχιστον νομίζω ὅτι ἡ ἀπάθεια δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «ἐγκάρδιος οὐρανὸς τοῦ νοός», ὁ ὁποῖος λογαριάζει γιὰ παιγνίδια τὶς πανουργίες τῶν δαιμόνων.
  2. Εἶναι καὶ διακρίνεται πραγματικὰ ὡς ἀπαθής, ἐκεῖνος ποὺ ἀφθαρτοποίησε τὴν σάρκα του, ποὺ ἀνύψωσε τὸν νοῦ του ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὁρατὴ κτίσι καὶ ὑπέταξε σ᾿ αὐτὸν ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ποὺ παρέστησε τὴν ψυχή του ἐμπρὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ ποὺ προχωρεῖ συνεχῶς καὶ πλησιάζει τὸν Κύριον ὑπηρετώντας Τον μὲ ζῆλο ὑπερανθρώπινο. Μερικοὶ πάλι ὁρίζουν τὴν ἀπάθεια ὡς ἀνάστασι τῆς ψυχῆς πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασι τοῦ σώματος. Καὶ ἄλλοι ὡς τελεία ἐπίγνωσι τοῦ Θεοῦ, δευτέρα κατὰ σειράν, μετὰ τὴν ἐπίγνωσι ποὺ ἔχουν οἱ Ἄγγελοι.
  3. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀπάθεια, «ἡ τελεία τῶν τελείων ἀτέλεστος τελειότης», καθὼς μοῦ ἐξήγησε κάποιος ποὺ τὴν εἶχε δοκιμάσει, τόσο πολὺ ἁγιάζει τὸν νοῦ καὶ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ ὑλικά, ὥστε τὸ περισσότερο μέρος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, μετὰ τὴν ἄφιξι βεβαίως στὸ οὐράνιο λιμάνι τῆς ἡσυχίας, τὸ ζῆ κανεὶς σὰν νὰ εὑρίσκεται στὸν οὐρανό, καὶ ἀνυψώνεται ἐκστατικός σε οὐράνιες θεωρίες· πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο ὁμιλεῖ κάπου ἐπιτυχῶς καὶ ὁ Ψαλμῳδὸς ποὺ τὸ εἶχε γευθῆ: «Ὅτι τοῦ Θεοῦ οἱ κραταιοί, τῆς γῆς σφόδρα ἐπήρθησαν» (Ψαλμ. μς´ 10). Ὡς τέτοιον γνωρίζομεν καὶ τὸν Αἰγύπτιον ἐκεῖνον (ἀσκητή), ὁ ὁποῖος δὲν ἄφινε ἐπὶ πολὺ τὰ χέρια του ἁπλωμένα στὴν προσευχὴ ὅταν προσευχόταν μαζὶ μὲ ἄλλους .
  4. Ὑπάρχει ὁ ἀπαθής, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἀπαθέστερος ἀπὸ τὸν ἀπαθῆ. Ὁ πρῶτος ἀποστρέφεται μὲ ὑπερβολικὸ μίσος τὸ κακό, ἐνῷ ὁ δεύτερος εἶναι ἄπληστος στὸν πλοῦτο τῶν ἀρετῶν. Καὶ ἡ ἁγνεία ἀπάθεια ὀνομάζεται, καὶ πολὺ φυσικά, διότι εἶναι ὁ πρόλογος τῆς κοινῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀφθαρτοποιήσεως τῶν φθαρτῶν.
  5. Ἀπάθεια ἐφανέρωσε ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «νοῦν Κυρίου κέκτημαι» (πρβλ. Α´ Κορ. β´ 16). Ἀπάθεια ἐφανέρωσε ὁ Αἰγύπτιος ποὺ εἶπε ὅτι δὲν φοβεῖται τὸν Κύριον . Ἀπάθεια ἐφανέρωσε ἐκεῖνος ποὺ προσευχήθηκε νὰ ἐπιστρέψουν πάλι τὰ πάθη . Ποιὸς ἀξιώθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος νὰ ἔχη τόση ἀπάθεια, ὅση ἐκεῖνος ὁ Σῦρος; Διότι ἐνῷ ὁ περίφημος μεταξὺ τῶν προφητῶν Δαβὶδ ἔλεγε στὸν Κύριον «σταμάτησε τὴν θλίψι μου, γιὰ νὰ ἀνακουφισθῶ» (Ψαλμ. λη´ 14), ὁ Σύρος αὐτὸς ἀθλητὴς τοῦ Θεοῦ ἔλεγε «σταμάτησε τὰ κύματα τῆς χάριτός Σου»!
  6. Ἀπάθεια ἔχει ἡ ψυχὴ ποὺ ἐταυτίσθηκε τόσο μὲ τὶς ἀρετές, ὅσο οἱ ἐμπαθεῖς μὲ τὶς ἡδονές.
  7. Ἐὰν τὸ ὅριο τῆς γαστριμαργίας εἶναι, νὰ πιέζη κανεὶς τὸν ἑαυτό του νὰ φάγη καὶ χωρὶς νὰ ἔχη ὄρεξι, τότε τὸ ὅριο τῆς ἐγκρατείας εἶναι, καὶ ὅταν πεινᾶ, νὰ συγκρατῆ τὴν φύσι του, παρ᾿ ὅλον ὅτι δὲν εἶναι ἔνοχη γιὰ κάτι.
  8. Ἐὰν τὸ ὅριο τῆς λαγνείας εἶναι ἡ μανιώδης διέγερσις καὶ πρὸς τὰ ἄλογα ζῷα καὶ τὰ ἄψυχα ἀντικείμενα, τότε τὸ ὅριο τῆς ἁγνείας εἶναι νὰ τὰ αἰσθάνεται κανεὶς ὅλα καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη σὰν ἄψυχα.
  9. Ἐὰν τὸ τέρμα τῆς φιλαργυρίας εἶναι νὰ μὴ παύῃ κανεὶς καὶ νὰ μὴ χορταίνη ποτὲ συναθροίζοντας χρήματα, τότε καὶ τὸ τέρμα τῆς ἀκτημοσύνης εἶναι νὰ μὴ λυπᾶται οὔτε τὸ σῶμα του ἀκόμη.
  10. Ἐὰν τὸ τέρμα τῆς ἀκηδίας εἶναι νὰ μὴν ἔχη κανεὶς ὑπομονὴ ἐνῷ ζῆ σὲ πλήρη ἄνεσι, τότε τὸ τέρμα τῆς ὑπομονῆς εἶναι νὰ ζῆ σὲ θλίψι καὶ νὰ θεωρῆ ὅτι ἔχει ἄνεσι.
  11. Ἐὰν τὸ πέλαγος τῆς ὀργῆς εἶναι νὰ ἀποθηριώνεται κανεὶς καὶ ὅταν εἶναι μόνος του, τότε τὸ πέλαγος τῆς μακροθυμίας εἶναι νὰ εἶναι ὅμοια γαλήνιος καὶ στὴν ἀπουσία καὶ στὴν παρουσία τοῦ ὑβριστοῦ.
  12. Ἐὰν τὸ ὕψος τῆς κενοδοξίας εἶναι νὰ δείχνη κανεὶς ἐπιτηδευμένη ἐπιδεικτικὴ συμπεριφορὰ καὶ ὅταν εἶναι μόνος του, τότε ὁπωσδήποτε τὸ γνώρισμα τῆς ἀκενοδοξίας εἶναι νὰ μὴ κλέπτεται καθόλου ὁ λογισμὸς στὴν παρουσία αὐτῶν ποὺ ἐπαινοῦν.
  13. Ἐὰν τὸ γνώρισμα τῆς ἀπωλείας, δηλαδὴ τῆς ὑπερηφανείας, εἶναι νὰ αἰσθάνεται κανεὶς ἔπαρσι καὶ ὅταν ἔχη ταπεινὴ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι, τότε ἡ ἀπόδειξις τῆς σωτηρίου ταπεινώσεως εἶναι νὰ ἔχη ταπεινὸ φρόνημα καὶ στὰ ὑψηλὰ ἐπιτεύγματα καὶ κατορθώματα.
  14. Ἐὰν ἡ ἀπόδειξις τῆς τελείας ἐμπαθείας εἶναι νὰ ὑποχωρῆ κανεὶς πάραυτα σχεδὸν στὸ κάθε τί ποὺ ἐνσπείρουν οἱ δαίμονες, τότε ἐγὼ θεωρῶ σὰν γνώρισμα τῆς ἁγίας ἀπαθείας τὸ νὰ μπορῆ κανεὶς νὰ λέγη καθαρά: «Ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ οὐκ ἐγίνωσκον» (Ψαλμ. ρ´ 4), οὔτε πῶς ἦλθε οὔτε γιατί ἀπῆλθε· ἀντίθετα νοιώθω πλήρη ἀναισθησία πρὸς ὅλα αὐτά, εἶμαι ὅλος ἑνωμένος μὲ τὸν Θεόν, καὶ πάντοτε θὰ εἶμαι.
  15. Ὅποιος ἀξιώθηκε αὐτὴν τὴν κατάστασι, ἐνῷ εὑρίσκεται ἀκόμη στὴν σάρκα του, ἔχει ὡς ἔνοικό του τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὸν κυβερνᾶ σὲ ὅλα τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα καὶ τὶς σκέψεις. Ἔτσι ἀκούει μέσα του σὰν κάποια φωνὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ποὺ τὸ ἀντιλαμβάνεται μὲ ἕναν ἐσωτερικὸ φωτισμό, καὶ γίνεται ἀνώτερος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη διδασκαλία. Λέγει δὲ «πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ»; (Ψαλμ. μα´ 3). Διότι δὲν ἀντέχω περισσότερο τὴν ἐνέργεια τοῦ πόθου μου αὐτοῦ, ἀλλὰ ἐπιζητῶ τὸ ἀθάνατο κάλλος ποὺ μοῦ εἶχες δώσει προτοῦ ἐνδυθῶ τὸ πήλινο αὐτὸ σῶμα (ὅπως κατήντησε μετὰ τὴν παράβασι). Ἀλλὰ τί χρειάζεται νὰ λέγωμε πολλά; Ὁ ἀπαθὴς «ζῆ μὲν οὐκέτι αὐτός, ζῆ δὲ ἐν αὐτῷ Χριστός» (Γαλ. β´ 20), καθὼς λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸ ἀγώνα καὶ ἐτελείωσε τὸν δρόμο καὶ ἐτήρησε τὴν πίστι, (δηλαδὴ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος).
  16. Τὸ στέμμα τοῦ βασιλέως δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕναν μόνο πολύτιμο λίθο. Οὔτε ἡ ἀπάθεια εἶναι τελεία, ἐὰν ἔστω καὶ μία ὁποιαδήποτε ἀρετὴ ἀμελήσωμε. Ὡς ἀπάθεια νὰ ἐννοήσης τὸ οὐράνιο ἀνάκτορο τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως. Ὡς «πολλὰς μονάς» (Ἰωάν. ιδ´ 2) τὶς κατοικίες ποὺ εὑρίσκονται μέσα στὴν πόλι. Καὶ ὡς τεῖχος τῆς ἐπουρανίου αὐτῆς Ἱερουσαλὴμ τὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων.
  1. Ἂς τρέξωμε, ἀδελφοί, ἂς τρέξωμε, γιὰ νὰ κατορθώσωμε νὰ εἰσέλθωμε στὸν νυμφώνα τοῦ ἀνακτόρου. Ἐὰν δὲ εἴτε ἀπὸ κάποιο φορτίο εἴτε ἀπὸ κάποια πρόληψι εἴτε ἀπὸ κάποια ἀργοπορία καθυστερήσαμε -ὢ συμφορά μας!- τουλάχιστον ἂς προφθάσωμε κάποια κατοικία γύρω ἀπὸ τὸν νυμφώνα. Ἐὰν δὲ ἀκόμη ἔχουν καμφθῆ καὶ ἀποκάμει τὰ πόδια μας, ἂς φθάσωμε μὲ κάθε τρόπο ἔστω μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ εἰσέλθη στὸ τεῖχος ἢ μᾶλλον δὲν θὰ τὸ ὑπερπηδήση πρὸ τοῦ θανάτου του, θὰ παραμείνη ἔξω, στὴν ἐρημικὴ περιοχὴ (τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν). Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιος ἔλεγε στὴν προσευχή του «ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. ιζ´ 30). Καὶ κάποιος ἄλλος, ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε: «Οὐχὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν εἰσιν αἱ διαχωρίζουσαι ἀναμέσον ὑμῶν καὶ ἐμοῦ»; (Ἡσ. νθ´ 2).
  2. Ἂς γκρεμίσωμε, ἀγαπητοί μου, τὸ «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Ἐφεσ. β´ 14), τὸ ὁποῖο κακῶς οἰκοδομήσαμε μὲ τὴν παρακοή μας. Ἂς λάβωμε ἀπὸ ἐδῶ τὴν ἐξόφλησι τοῦ χρέους, διότι στὸν ᾅδη δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορῆ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα.
  3. Ἂς «σχολάσωμε», (ἂς ἀφήσωμε τὰ ἄλλα καὶ ἂς ἀφιερώσωμε χρόνο), ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς (γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς ἀπαθείας). Ἄλλωστε ἔχομε χαρακτηρισθῆ «σχολασταί». Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμελῆ καὶ νὰ προφασίζεται εἴτε πτώσεις του εἴτε περιστάσεις εἴτε φορτία· διότι «ὅσοι ἔλαβον τὸν Κύριον –διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας- ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰωάν. α´ 12), καὶ τοὺς εἶπε: «Νὰ σχολάσετε, νὰ ἠρεμήσετε καὶ νὰ γνωρίσετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς καὶ ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀπάθεια» (πρβλ. Ψαλμ. με´ 11). Εἰς αὐτὸν τὸν Θεὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀνυψώνει ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανὸ τὸν πένητα νοῦ, καὶ ἀνεγείρει ἀπὸ τὴν κοπρία τῶν παθῶν τὸν πτωχὸ ἄνθρωπο ἡ μακαρία ἀπάθεια. Ἐνῷ ἡ πανύμνητη ἀγάπη τὸν ἀξιώνει νὰ καθήση μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντας Ἀγγέλους, μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου.

klimax

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Posted on Updated on

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

 

Ἅγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς
239904-frjustin
Γιατί ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ αὐτόν τόν Ἅγιο στό μέσον τῆς νηστείας, ὡσάν τήν πιό ἅγια εἰκόνα, ὥστε νά ἀτενίζουν ὅλοι σέ Αὐτόν;
 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ποιός εἶναι αὐτός; Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐβίωσε καί ἔγραψε τήν Κλίμακα τοῦ Παραδείσου, πού ἐβίωσε τήν ἀνάβασι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κόλασι μέχρι τόν Οὐρανό, μέχρι τόν Παράδεισο. Αὐτός ἐβίωσε τήν κλίμακα ἀπό τήν γῆ μέχρι τόν Οὐρανό, τήν κλίμακα πού ἐκτείνεται ἀπό τόν πυθμένα τῆς κολάσεως τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τήν κορυφή τοῦ παραδείσου.
Ἐβίωσε καί ἔγραψε. Ἄνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ σπουδαγμένος. Ἄνθρωπος πού ὡδήγησε τήν ψυχή του εἰς τάς ὁδούς τοῦ Χριστοῦ, πού τήν ὡδήγησε ὁλόκληρη ἀπό τήν κόλασι στόν παράδεισο, ἀπό τόν διάβολο στόν Θεό, ἀπό τήν ἁμαρτία στήν ἀναμαρτησία, καί πού θεόσοφα μᾶς περιέγραψε ὅλη αὐτή τήν πορεία, τί δηλαδή βιώνει ὁ ἄνθρωπος πολεμώντας μέ τόν κάθε διάβολο πού βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ἁμαρτία μᾶς πολεμάει ὁ διάβολος, καί μένα καί σένα, ἀδελφέ μου καί ἀδελφή μου. Σέ πολεμάει μέ κάθε ἁμαρτία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γενηθήτω φως· και εγένετο φως. Το πρώτο φως στην Αγία Γραφή & την Επιστήμη

Posted on

Γενηθήτω φως· και εγένετο φως. Το πρώτο φως στην Αγία Γραφή & την Επιστήμη

 

Σταύρου Καλαντζάκη
dimiourgia_zografiki
«Γενηθήτω φως»
Η πρώτη ημέρα του δημιουργικού έργου του Θεού εγκαινιάζεται με τη δημιουργία του φωτός διά του λόγου του. Το φως ήταν φυσικό και απαραίτητο να προηγηθεί των λοιπών δημιουργημάτων, γιατί η ύπαρξη του θα αποτελούσε προυπόθεση γι΄αυτά. Έτσι ολόκληρη η θεία δημιουργία λαμβάνει χώρα στο φως.
Ο απόλυτος έλεγχος του Θεού πάνω στον κόσμο καθίστατε ήδη φανερός από τη λιτή, λακωνική δημιουργική εντολή «γενηθήτω φως». Η προστακτική «γενηθήτω», όπως η έννοια του ρ. γίγνομαι ( είμαι, υπάρχω) δηλώνει, καλεί το φως να λάβει ύπαρξη, ν΄αποκτήσει υπόσταση. Ο Θεός προστάζει, όχι βέβαια χρησιμοποιώντας τη φωνή του, κατά τις ανθρώπινες αναλογίες, αλλά κινούμενος καθαρά από εσωτερική διάθεση και επιθυμία. «Ο Θεός ου δείται φωνής, αρκούσης αυτώ τής βουλήσεως» (102).
Το πρόσταγμα του δεν είναι ο θείος λόγος, που «εκπέμπεται» διά του φωνητικού οργάνου, ερμηνεύουν οι πατέρες, αλλά το θείο θέλημα (103). Το πρόσταγμά του δεν είναι ο θείος λόγος, που «εκπέμπεται» διά του φωνητικού οργάνου, ερμηνεύουν οι πατέρες, αλλά το θείο θέλημα. Το πρόσταγμα αυτό προυποθέτει τη δύναμη του και αντικατοπτρίζει ουσιαστικά το δημιουργικό του έργο «το πρόσταγμα έργον ην» (104).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »